κωλόφαρδος

κωλόφαρδος
-η, -ο
μτφ. αυτός που έχει μεγάλη και απρόσμενη τύχη, ο πολύ τυχερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • κωλοφαρδία — η [κωλόφαρδος] μτφ. πολύ μεγάλη τύχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”